„αναλγητικό“: ουδέτερο αναλγητικό [analjitiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Schmerzmittel Schmerzmittel αναλγητικό αναλγητικό