„ανακύκλωση“: θηλυκό ανακύκλωση [anaˈkjiklosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Recycling Recyclingουδέτερο | Neutrum, sächlich n ανακύκλωση ανακύκλωση