„αναγωγή“: θηλυκό αναγωγή [anaɣoˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Reduktion Reduktionθηλυκό | Femininum, weiblich f αναγωγή μαθηματικά | Mathematikμαθ αναγωγή μαθηματικά | Mathematikμαθ