ανήμπορος
[aˈnimboros], ανήμπορη, ανήμποροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- hinfällig, gebrechlichανήμποροςανήμπορος
- ohnmächtigανήμπορος ανίσχυροςανήμπορος ανίσχυρος