ανάκαμψη
[aˈnakampsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Aufschwungθηλυκό | Femininum, weiblich fανάκαμψη της οικονομίαςανάκαμψη της οικονομίας