„αμαξιτός“ αμαξιτός [amaksiˈtos], αμαξιτή, αμαξιτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) befahrbar befahrbar αμαξιτός αμαξιτός