αλωνίζω
[aloˈnizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -στηκα; -σμένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- sich herumtreibenαλωνίζω περιφέρομαι άσκοπα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ οικείο | umgangssprachlichοικαλωνίζω περιφέρομαι άσκοπα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ οικείο | umgangssprachlichοικ