αλεξίπτωτο
[aleˈksiptoto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Fallschirmαρσενικό | Maskulinum, männlich mαλεξίπτωτοαλεξίπτωτο
ejemplos
- αλεξίπτωτο πλαγιάςGleitschirmαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- αλεξίπτωτο πλαγιάςParaglidingουδέτερο | Neutrum, sächlich n