αλήτης
[aˈlitis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, αλήτισσα [aˈlitisa]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Herumtreiberαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαλήτηςαλήτης
- Gammlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαλήτης οικείο | umgangssprachlichοικαλήτης οικείο | umgangssprachlichοικ