ακουμπώ
[akumˈbo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα; -ημένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- berührenακουμπώ αγγίζωακουμπώ αγγίζω
- hinstellenακουμπώ τοποθετώακουμπώ τοποθετώ
- (an)lehnen anακουμπώ στηρίζωακουμπώ στηρίζω
- abstellenακουμπώ αποσκευήακουμπώ αποσκευή
ακουμπώ
[akumˈbo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα; -ημένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)