ακαθόριστος
[akaˈθoristos], ακαθόριστη, ακαθόριστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unbestimmtακαθόριστος όχι προσδιορισμένοςακαθόριστος όχι προσδιορισμένος
- unklar, vage, undefinierbarακαθόριστος ασαφήςακαθόριστος ασαφής