αιμορραγία
[emoraˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Blutungθηλυκό | Femininum, weiblich fαιμορραγίααιμορραγία
ejemplos
- αιμορραγία ούλωνZahnfleischblutenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αιμορραγία της μύτηςNasenblutenουδέτερο | Neutrum, sächlich n