„αιμαγγειωματώδης“ αιμαγγειωματώδης [emaŋgjiomaˈtoðis], αιμαγγειωματώδης, αιμαγγειωματώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Feuermal ejemplos αιμαγγειωματώδης σπίλοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m ιατρική | Medizinιατρ Feuermalουδέτερο | Neutrum, sächlich n αιμαγγειωματώδης σπίλοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m ιατρική | Medizinιατρ