αδιακρίτως
[aðiaˈkritos]επίρρημα | Adverb advVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ohne Unterschied (gen/gen)αδιακρίτωςαδιακρίτως
- unabhängig (γενική | Genitivgen von)αδιακρίτως ανεξαρτήτωςαδιακρίτως ανεξαρτήτως