„αδιέξοδος“ αδιέξοδος [aðiˈeksoðos], αδιέξοδη, αδιέξοδοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ausweglos ausweglos αδιέξοδος αδιέξοδος