„αγκυροβόλημα“: ουδέτερο αγκυροβόλημα [aŋgjiroˈvolima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Ankern Ankernουδέτερο | Neutrum, sächlich n αγκυροβόλημα αγκυροβόλημα