αγγίζω
[aŋˈgjizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- αγγίζω
- berührenαγγίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφαγγίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- rührenαγγίζω συγκινώαγγίζω συγκινώ
ejemplos
- αγγίζω τα όρια+γενική | +Genitiv +gen μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφgrenzen (an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)