„αγανακτισμένος“ αγανακτισμένος [aɣanaktizˈmenos], αγανακτισμένη, αγανακτισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) empört, entrüstet empört, entrüstet αγανακτισμένος αγανακτισμένος