ίππος
[ˈipos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Pferdουδέτερο | Neutrum, sächlich nίππος άλογοίππος άλογο
- Pferdestärkeθηλυκό | Femininum, weiblich f (PS)ίππος αυτοκίνητο | Autoαυτοκίππος αυτοκίνητο | Autoαυτοκ
- Springerαρσενικό | Maskulinum, männlich mίππος σκάκιίππος σκάκι