„ήττα“: θηλυκό ήττα [ˈita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Niederlage Niederlageθηλυκό | Femininum, weiblich f ήττα ήττα ejemplos υφίσταμαι ήττα eine Niederlage erleiden υφίσταμαι ήττα ήττα εντός έδρας αθλητισμός | Sportαθλ Heimniederlageθηλυκό | Femininum, weiblich f ήττα εντός έδρας αθλητισμός | Sportαθλ