„ήρεμος“ ήρεμος [ˈiremos], ήρεμη, ήρεμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ruhig, gelassen, beruhigt ruhig, gelassen ήρεμος κ. κίνηση ήρεμος κ. κίνηση beruhigt ήρεμος καθησυχασμένος ήρεμος καθησυχασμένος