έμπιστος
[ˈembistos], έμπιστη, έμπιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- zuverlässigέμπιστος αξιόπιστοςέμπιστος αξιόπιστος
- treuέμπιστος φίλοςέμπιστος φίλος