έμμονος
[ˈemonos], έμμονη, έμμονοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- hartnäckig, beharrlichέμμονοςέμμονος
- beständigέμμονος σταθερόςέμμονος σταθερός