έκτρωμα
[ˈektroma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Missgeburtθηλυκό | Femininum, weiblich fέκτρωμαέκτρωμα
- Monstrumουδέτερο | Neutrum, sächlich nέκτρωμα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφέκτρωμα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ