„έγχυση“: θηλυκό έγχυση [ˈeŋçisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Eingießen Eingießenουδέτερο | Neutrum, sächlich n έγχυση έγχυση