„άχυρο“: ουδέτερο άχυρο [ˈaçiro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Stroh, Heu Strohουδέτερο | Neutrum, sächlich n άχυρο Heuουδέτερο | Neutrum, sächlich n άχυρο άχυρο