άφαντος
[ˈafandos], άφαντη, άφαντοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- verschwundenάφαντος που εξαφανίστηκεάφαντος που εξαφανίστηκε
- unauffindbarάφαντος που δε ξαναβρίσκεταιάφαντος που δε ξαναβρίσκεται