„άνυδρος“ άνυδρος [ˈaniðros], άνυδρη, άνυδροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) regenfrei, wasserarm regenfrei άνυδρος μέρα άνυδρος μέρα wasserarm άνυδρος γη άνυδρος γη