„άλεσμα“: ουδέτερο άλεσμα [ˈalezma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Mahlen Mahlenουδέτερο | Neutrum, sächlich n άλεσμα άλεσμα