„άγνωστη“: θηλυκό άγνωστη [ˈaɣnosti]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Unbekannte Unbekannte(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f άγνωστη άγνωστη