„vorbeugend“: Adjektiv vorbeugendAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) προληπτικός, προφυλακτικός προληπτικός, προφυλακτικός vorbeugend vorbeugend