„Gichtkranke(r)“: Maskulinum und Femininum GichtkrankeMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) πάσχων /πάσχουσα από ουρική αρθρίτιδα πάσχωνMaskulinum, männlich | αρσενικό m /πάσχουσαFemininum, weiblich | θηλυκό f από ουρική αρθρίτιδα Gichtkranke(r) Gichtkranke(r)